- διεξοδικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά λεπτομερής και εκτεταμένος: Θα γίνει διεξοδική έρευνα για τις καταγγελίες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διεξοδικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεξοδικός — ή, ό (AM διεξοδικός, ή, όν) [διέξοδος] μσν. νεοελλ. λεπτομερής, εκτενής αρχ. 1. αυτός που ανήκει στη διέξοδο ή είναι κατάλληλος γι αυτήν 2. μαθ. (για επίπεδη γραμμή) αυτός που παράγεται με τράβηγμα, χάραγμα 3. το ουδ. ως ουσ. το διεξοδικόν το… … Dictionary of Greek
διεξοδικά — διεξοδικός of neut nom/voc/acc pl διεξοδικά̱ , διεξοδικός of fem nom/voc/acc dual διεξοδικά̱ , διεξοδικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεξοδικώτερον — διεξοδικός of adverbial comp διεξοδικός of masc acc comp sg διεξοδικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεξοδικῶν — διεξοδικός of fem gen pl διεξοδικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεξοδικόν — διεξοδικός of masc acc sg διεξοδικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεξοδικαῖς — διεξοδικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεξοδικαί — διεξοδικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεξοδικοῖς — διεξοδικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεξοδικοί — διεξοδικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)